- μπαμπεσιοειδή
- τα(μικροβλ.) άλλος, μη εν χρήσει τύπος, τού όρου βαβεσιοειδή.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. babesioides < babesia, από το επώνυμο τού Victor Babeş, Ρουμάνου μικροβιολόγου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.